στειρώνω

στειρώνω
στειρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο
2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, -όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, -α, -ο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στειρώνω — στείρωσα, κάνω κάποιον στείρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • στείρωση — η / στείρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στειρῶ, ώνω] η κατάσταση τού στείρου, η έλλειψη ικανότητας για τεκνοποιία νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στειρώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι στείρο, προξενώ, επιφέρω στειρότητα …   Dictionary of Greek

  • στειροποιώ — έω, Ν στειρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + ποιώ (< ποιός*). Το ρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στειρώ — (I) άω, Μ [στεῑρος] είμαι στείρος. (II) όω, ΜΑ βλ. στειρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”